ελισσεμεν

ελισσεμεν
    ἑλισσέμεν
    эп. inf. praes. к ἑλίσσω См. ελισσω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ελισσεμεν" в других словарях:

  • ἑλισσέμεν — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»